- υδέω
- και επικ. τ. ὑδείω και δ. τ. ὕδω Α1. καθιστώ κάποιον ονομαστό, υμνώ, εγκωμιάζω («αὐτίκα χαλκῆας μὲν ὑδείομεν Ἡφαίστοιο», Καλλ.)2. (κατά τον Θεόγνωστ.) «ὕδειντρέχειν, λέγειν».[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὑδέω και οι παρλλ. ονοματικοί τ. ὕδη, ὕδης ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα *ud- τής ΙΕ ρίζας *wed- / *a-wed- «μιλώ, τραγουδώ» (πρβλ. ἀείδω, αὐδή, αρχ. ινδ. udita-, μτχ. τού vadati «μιλώ»). Βλ. λ. ἄδω, αὐδή].
Dictionary of Greek. 2013.